κληρώνω — κληρώνω, κλήρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
εκκυβεύω — (AM ἐκκυβεύω) νεοελλ. βγάζω από την κληρωτίδα τους λαχνούς που κερδίζουν, κληρώνω αρχ. 1. παίζω κύβους 2. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω 3. παθ. νικιέμαι στους κύβους … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
κλαρώ — κλαρῶ, όω (Α) (δωρ. τ. τού κληρῶ, όω) βλ. κληρώνω … Dictionary of Greek
κληρώ — κληρῶ, όω (AM) βλ. κληρώνω … Dictionary of Greek
μπαλότα — μπαλότα, ἡ (Μ) 1. σφαιρίδιο που χρησιμοποιείται στην ψηφοφορία, κλήρος 2. φρ. «ρίχνω μπαλότα» κληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. balota ή ιταλ. ballotta] … Dictionary of Greek
προκληρώ — όω, Α [κληρῶ] κληρώνω προηγουμένως … Dictionary of Greek
κληρώνομαι — κληρώνομαι, κληρώθηκα, κληρωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: κληρώνομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή. Το κληρώνομαι σημαίνει κυρίως → εκλέγομαι με κλήρο, ενώ το κληρώνω χρησιμοποιείται κυρίως για την κλήρωση λαχείων κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής